κιρκήλατος

κιρκήλατος
κιρκήλατος, -ον (Α)
αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + -ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ-ήλατος, τροχ-ήλατος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιρκηλάτου — κιρκήλατος chased by a hawk masc/fem/neut gen sg κιρκηλάτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”